διάθρεψη

διάθρεψη
η (AM διάθρεψις, -εως) [διατρέφω]
1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο
2. το αποτέλεσμα τής θρέψης
3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαθρέψῃ — διατρέφω breed up aor subj mid 2nd sg διατρέφω breed up aor subj act 3rd sg διατρέφω breed up fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθρεπτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη διάθρεψη 2. αυτός που συντελεί στη διάθρεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διάθρεψις. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση — η (AM διατήρησις) [διατηρώ] 1. διαφύλαξη, συντήρηση, διάσωση από τη φθορά 2. διάθρεψη, διατροφή 3. παραμονή στην ίδια κατάσταση χωρίς μεταβολές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”